- φωταντίτυπο(ν)
- το фотокопия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωταντίτυπο — φωταντίτυπο, το και φωτοαντίτυπο, το αντίτυπο εικόνας (σελίδας βιβλίου, εγγράφου, σχεδίου κτλ.), που εμφανίζεται θετικά με φωτογραφικές μεθόδους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωταντίτυπο — το, Ν βλ. φωτοαντίτυπο … Dictionary of Greek
φωτοαντίτυπο — και φωταντίτυπο, το, Ν θετική εικόνα κειμένου ή παράστασης που λαμβάνεται με φωτογραφικές μεθόδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + αντίτυπο. Η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. photocopy (πρβλ. και φωτοαντίγραφο)] … Dictionary of Greek
φωταντίγραφο — το και φωτοαντίγραφο, το φωταντίτυπο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτοαντίτυπο — το βλ. φωταντίτυπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)